- ἐνοδίων
- ἐνόδιοςinfem gen plἐνόδιοςinmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδήμια — ἐπιδήμια, τὰ (AM) ευχαριστήρια τελετή κατά την άφιξη ή την επιστροφή σε έναν τόπο, προς τιμή τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δήμια (< δήμος)] … Dictionary of Greek